- περιδρύπτω
- περι-δρύπτω: only pass. aor., περιδρύφθη, had the skin all torn off from his elbows, Il. 23.395†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
περιδρυπτόμενος — περιδρύπτω tear all round pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύπτεται — περιδρύπτω tear all round pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύφθη — περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύφθησαν — περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύψῃς — περιδρύπτω tear all round aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεδρύφθη — περϊεδρύφθη , περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεδρύφθησαν — περϊεδρύφθησαν , περιδρύπτω tear all round aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)